ακοινοποίητος — η, ο 1. αυτός που δεν κοινοποιήθηκε, δε γνωστοποιήθηκε: Η απόφαση του υπουργείου μένει ακόμη ακοινοποίητη. 2. (για δημόσια έγγραφα, δικαστικές αποφάσεις κτλ.), αυτός που δεν επιδόθηκε στον ενδιαφερόμενο: Ο διορισμός του μένει ακόμη ακοινοποίητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιακοίνωτος — η, ο [διακοινώνω] 1. αυτός που δεν διακοινώθηκε, ακοινοποίητος, αγνωστοποίητος 2. ανεπίδοτος … Dictionary of Greek
ακοινολόγητος — η, ο [κοινολογώ] 1. αυτός που δεν έχει κοινολογηθεί, που δεν έχει γίνει γνωστός στους πολλούς, ακοινοποίητος, αμάθευτος 2. αυτός που δεν πρέπει να κοινολογηθεί, απόρρητος, μυστικός … Dictionary of Greek
ανάγγελτος — η, ο αυτός που δεν αναγγέλθηκε, ακοινοποίητος, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναγγελτός < αναγγέλλω. Η στερ. σημασία προήλθε από τη μετακίνηση τού τόνου] … Dictionary of Greek
αδιακοίνωτος — η, ο αδημοσίευτος, ακοινοποίητος: Η κυβερνητική διαμαρτυρία μένει ακόμη αδιακοίνωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)