ακοινοποίητος

ακοινοποίητος
-η, -ο [κοινοποιώ]
1. αυτός που δεν κοινοποιήθηκε, που δεν έγινε γνωστός στους πολλούς, αμάθευτος
2. αυτός που δεν πρέπει να κοινοποιηθεί, απόρρητος, μυστικός
3. (για έγγραφα) αυτός που δεν γνωστοποιήθηκε στους υφισταμένους ή τους ενδιαφερομένους
4. αυτός που δεν γνωστοποιήθηκε με νόμιμη κοινοποίηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακοινοποίητος — η, ο 1. αυτός που δεν κοινοποιήθηκε, δε γνωστοποιήθηκε: Η απόφαση του υπουργείου μένει ακόμη ακοινοποίητη. 2. (για δημόσια έγγραφα, δικαστικές αποφάσεις κτλ.), αυτός που δεν επιδόθηκε στον ενδιαφερόμενο: Ο διορισμός του μένει ακόμη ακοινοποίητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιακοίνωτος — η, ο [διακοινώνω] 1. αυτός που δεν διακοινώθηκε, ακοινοποίητος, αγνωστοποίητος 2. ανεπίδοτος …   Dictionary of Greek

  • ακοινολόγητος — η, ο [κοινολογώ] 1. αυτός που δεν έχει κοινολογηθεί, που δεν έχει γίνει γνωστός στους πολλούς, ακοινοποίητος, αμάθευτος 2. αυτός που δεν πρέπει να κοινολογηθεί, απόρρητος, μυστικός …   Dictionary of Greek

  • ανάγγελτος — η, ο αυτός που δεν αναγγέλθηκε, ακοινοποίητος, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναγγελτός < αναγγέλλω. Η στερ. σημασία προήλθε από τη μετακίνηση τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • αδιακοίνωτος — η, ο αδημοσίευτος, ακοινοποίητος: Η κυβερνητική διαμαρτυρία μένει ακόμη αδιακοίνωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”